-
1 σθένω
σθένω, Stärke, Kraft, Gewalt haben, stark sein; τὸ μὲν δίκαιον ὅσον σϑένει μαϑεῖν, Aesch. Eum. 589; auch σϑένουσα λαμπὰς δ' οὐδέπω μαυρουμένη, Ag. 287; φήμη γε μέντοι δημόϑροος μέγα σϑένει, 912, u. öfter; εἰς ὅσον γ' ἐγὼ σϑένω, Soph. Phil. 1389; οὐ σϑένω ποσί, Eur. Alc. 268, vgl. Cycl. 647; auch σϑενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων, Herc. Fur. 312; u. wie er sagt πρὸς τοὺς σϑένοντας ϑεοὺς ἁμιλλᾶσϑαι, I. T. 1479, so sind οἱ κάτω σϑένοντες Hec. 49 die unten Herrschenden, die Götter der Unterwelt; vgl. καὶ τοὺς σϑένοντας καϑαιροῠσιν αἱ τύχαι, Herc. Fur. 1396; καϑ' ὅσον ἂν σϑένω, Ar. Plut. 912; übh. Vermögen wozu haben, im Stande sein, können, c. inf., Soph. Ant. 1044, ἄνευ σοῠ δ' οὐδὲ σωϑῆναι σϑένω O. C. 1347, u. öfter.
-
2 σθενω
(только praes. и impf. ἔσθενον)1) быть сильным, могучимσθενόντων τῶν ἐμῶν βραχιόνων Eur. — когда руки мои были сильны;
χερὴ σ. ἔλασσόν τινος Soph. — быть слабее кого-л.;2) обладать властью(ἐν πόλει Soph.)
οἱ κάτω σθένοντες Eur. — власть имущие внизу, т.е. боги подземного царства3) быть в силах, в состоянии, мочь(εἰς ὅσον ἐγὼ σθένω Soph.)
βάρος σ. Anth. — быть в силах поднимать тяжести -
3 σθένω
σθένω, used only in [tense] pres. and [tense] impf., Trag. Verb, found also in late [dialect] Ep., and in later Prose, LXX 3 Ma.3.8, Ael.NA11.31: ([etym.] σθένος):—A to have strength or might, be strong or mighty, οὐ γὰρ ἂν σθένοντά γε εἷλέν με in my strength, S.Ph. 947;σθενόντων βραχιόνων E.HF 312
: c. dat. modi, σ. χερί, χειρί, ποσίν, to be strong in hand, in foot, S.El. 998, E. Cyc. 651, Alc. 267 (lyr.); also σ. μάχῃ, χρήμασι, Id.Fr.1048.5, El. 939;σθένοντος ἐν πλούτῳ S.Aj. 488
: freq. with a neut. Adj., μέγα, μεῖζον ς., A.Ag. 938, Pr. 1013; οὐδὲν ς. S.OC 846; ὅσον ς. how strong it is, A. Eu. 619;σ. τοσοῦτον S.Aj. 1062
; ὅσονπερ ἂν ς. Id.El. 946, cf. Tr. 927; εἰς ὅσον ς. Id.Ph. 1403.2 to have power, εἴ τις ἄλλος ἐν πόλει ς. Id.OC 456; πόλις σθένουσα ib. 734; οἱ κάτω σθένοντες they who rule below, the gods below, E.Hec.49.3 of things,σθένουσα λαμπάς A.Ag. 296
;ἀστραπαῖσι λαμπάδων σθένει Id.Fr. 386
.4 c. inf., to have strength or power to do, be able, mostly with a neg. οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι ς. S.OT17, cf. A.R.1.62, LXX l.c.; προσβλέπειν γὰρ οὐ ς. S. OT 1486; , cf. 256, 1345, Aj. 165 (anap.), etc.; τὸ σιγᾶν οὐ ς. E.IA 655: with inf. understood,τόδ', εἴπερ ἔσθενον, ἔδρων ἄν S.El. 604
; εἶμι.. ὅποιπερ ἂν ς. Id.Aj. 810, etc.5 c. acc.,βάρος οὐκέτι χεῖρες ἔσθενον AP6.93
(Antip.). -
4 σθένω
σθένω, Stärke, Kraft, Gewalt haben, stark sein; οἱ κάτω σϑένοντες, die unten Herrschenden, die Götter der Unterwelt; übh. Vermögen wozu haben, im Stande sein, können
См. также в других словарях:
σθένω — Μία από τις τρεις Γοργόνες. > Γοργόνες και Γοργώ. * * * ΜΑ [σθένος] (με απρμφ.) έχω τη δύναμη, μπορώ να κάνω κάτι (α. «οὐ σθένει γλῶσσα, Δέσποινα, ὑμνολογῆσαι Σε», Ακολ. Ακάθ. Υμν. β. «βοηθεῑν με οὐκ ἔσθενον», ΠΔ γ. «oἱ μὲν οὐδέπω μακρὰν… … Dictionary of Greek